εὐκοσμίας

εὐκοσμίας
εὐκοσμίᾱς , εὐκοσμία
orderly behaviour
fem acc pl
εὐκοσμίᾱς , εὐκοσμία
orderly behaviour
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ALYTARCHA — Graeca vox Α᾿λυτάρχης, praesidens ad Spectacula, Sacerdos erat Antiochiae, cuius officium ἀλυταρχία dicebatur, Car. Macer. Hierolex. Occurrit vox in leg. 2. Cod. Theodos. de Equis Curul. ubi Alytarchoe Varino Phavorino, Cuiacio et Iacobo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • HARMOSYNI — Hesych. Α῾ρμόσυνοι, αρχήτις Λακεδαίμονι, ἐπὶ τῆς εὐκοσμίας τῶ γυναικῶν …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευκοσμία — η (ΑΜ εὐκοσμία) [εύκοσμος] η καλή συμπεριφορά, η ευταξία, η κοσμιότητα, η ευπρέπεια («ἐντέλλονται ἐπιμελεῑσθαι εὐκοσμίας τῶν παίδων», Πλάτ.) μσν. αρχ. ομορφιά αρχ. διακόσμηση, στόλισμα, καλλωπισμός …   Dictionary of Greek

  • κιθάρισις — κιθάρισις, ἡ (Α) [κιθαρίζω] 1. κιθάρισμα, το παίξιμο τής κιθάρας («ἐπιμελεῑσθαι εὐκοσμίας τῶν παίδων ἢ γραμμάτων τε καί κιθαρίσεως», Πλάτ.) 2. φρ. «ψιλή κιθάρισις» το παίξιμο τής κιθάρας χωρίς άσμα, χωρίς ωδή …   Dictionary of Greek

  • μαγκλαβίται — μαγκλαβῑται και μαγγλαβῑται και μαγλαβῑται, οἱ (Μ) [μαγκλάβιον] 1. σώμα ανδρών τής βασιλικής σωματοφυλακής τών Βυζαντινών, οι οποίοι έφεραν μαστίγιο και συνόδευαν πάντοτε τον αυτοκράτορα στις μετακινήσεις του έξω από τα ανάκτορα 2. σώμα που είχε… …   Dictionary of Greek

  • σπευσίνιοι — Αστυνομικοί της αρχαίας Αθήνας. Ήταν δούλοι που κατάγονταν από διάφορες βαρβαρικές χώρες. Είχαν γενικά αστυνομικά καθήκοντα και κυρίως ήταν επιφορτισμένοι με το καθήκον της τήρησης της τάξης και της περιφρούρησης της απρόσκοπτης λειτουργίας των… …   Dictionary of Greek

  • τεμπούροι — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀρχὴ ἐπιμελουμένη τῆς τῶν γυναικῶν εὐκοσμίας» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”